- οσχεοκήλη
- ηαλλ. βουβωνοκήλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οσχεοκήλη — η βουβωνοκήλη που έχει κατέλθει στον σάκο τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσχεο + κήλη. Η λ. μαρτυρείτι από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek